δέατ(ο)

δέατ(ο)
δέατ(ο): defective ipf., appeared, seemed, Od. 6.242†. Cf. δοάσσατο.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δέατ' — δέατο , δέατο seemed aor ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέατο — (Α) φρ. «ἀεικέλιος δέατ εἶναι» τιποτένιος φαινόταν ότι είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεμονωμένο τ. παρατατικού με τη σημασία «έμοιαζε, φαινόταν». Οι γλώσσες τού Ησυχίου «δεάμην εδοκίμαζον, εδόξαζον» και «δέαται φαίνεται, δοκεί» επιβεβαιώνουν την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”